εὐδαιμονῶ

εὐδαιμονῶ
εὐδαιμονέω
to be prosperous
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εὐδαιμονέω
to be prosperous
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευδαιμονώ — έω (ΑΜ εὐδαιμονῶ, έω Μ και άω) [ευδαίμων] είμαι πράγματι ευτυχισμένος, δεν έχω δυσκολίες ή στενοχώριες αρχ. 1. πλεονεκτώ («ἡ τυραννὶς πολλὰ τ ἄλλ εὐδαιμονεῑ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾱν... ἂ βούλεται», Σοφ.) 2. και ως ευχή («εὐδαιμονοίης», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμονώ — ησα, είμαι ευτυχισμένος, ευημερώ, καλοπερνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενευδαιμονώ — ἐνευδαιμονῶ, έω (Α) ευδαιμονώ, είμαι ευτυχής με κάτι ή μέσα σε κάτι (α. «ταῑς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν», Διόδ. Σικελ. θ. «οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμόνημα — εὐδαιμόνημα, τὸ (Α) [ευδαιμονώ] καλή τύχη, δώρο τής τύχης («οὐ γὰρ μικρὸν εὐδαιμόνημα γυνή», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • ευδαιμόνησις — εὐδαιμόνησις, ἡ (Μ) [ευδαιμονώ] το να είναι κάποιος ευδαίμων, να έχει ευδαιμονία …   Dictionary of Greek

  • ευμοιρώ — (ΑΜ εὐμοιρῶ, έω) [εύμοιρος] έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ νεοελλ. έχω την καλή τύχη να έχω στην κατοχή μου, να κατέχω μσν. αρχ. έχω αφθονία κάποιου πράγματος, είμαι πλούσιος σε κάτι («τῆς κρείττονος παρά σοι εὐμοιρησάτω καὶ μερίδος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ολβονομώ — ὀλβονομῶ, έω (Α) φρ. «ὀλβονομῶ βίον» διάγω ευτυχισμένο βίο, ευδαιμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + νομῶ (< νόμος < νέμω), πρβλ. καιρο νομώ] …   Dictionary of Greek

  • προευμοιρώ — έω, Μ απολαμβάνω προηγουμένως κάτι, έχω την καλή τύχη να προαπολαύσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐμοιρῶ «έχω καλή τύχη, ευτυχώ, ευδαιμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνευδαιμονώ — έω, Α [εὐδαιμονῶ] μετέχω κι εγώ στην ευδαιμονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”